σπερμοβλάστη

σπερμοβλάστη
η, Ν
βοτ. βλ. σπερματοβλάστη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… …   Dictionary of Greek

  • ιταμός — Κωνοφόρο δίοικο δέντρο της οικογένειας των ταξιδών. Ονομάζεται και ήμερο έλατομαυροέλατο. Αυτοφυές στην Ελλάδα, αναπτύσσεται μεμονωμένο ή κατά μικρές συστάδες στα ασβεστούχα εδάφη της ορεινής και υποαλπικής ζώνης στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη… …   Dictionary of Greek

  • μακροσποριοκύτταρο — το βοτ. διπλοειδές κύτταρο τών σπερμοφύτων που σχηματίζεται από τη σπερμοβλάστη, αλλ. μεγασποριοκύτταρο …   Dictionary of Greek

  • σπέρμα — (Βιολ.). Το έκκριμα των όρχεων του άνδρα. Βλ. λ. ουρογεννητικό σύστημα. * * * το, ΝΜΑ 1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.) 2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • σπερματοβλάστη — και σπερμοβλάστη και σπερμιοβλάστη, η, Ν βοτ. η σπερματική βλάστη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermatoblast / spermoblast < σπέρμα, ατος + βλαστός)] …   Dictionary of Greek

  • σπερμοβλαστοφόρος — ο, Ν φρ. α) «σπερμοβλαστοφόρο λέπι» βοτ. το λέπι που φέρει τις σπερματικές βλάστες και στη συνέχεια τα σπέρματα στον θηλυκό κώνο τών κωνοφόρων δένδρων β) «σπερμοβλαστοφόρος κώνος» βοτ. ο θηλυκός κώνος τών κωνοφόρων δένδρων ο οποίος φέρει τα… …   Dictionary of Greek

  • χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… …   Dictionary of Greek

  • βεννετιτικά — Φανερόγαμα γυμνόσπερμα απολιθώματα φυτών. Φύτρωναν κατά τη διάρκεια ολόκληρου του μεσοζωικού, έφτασαν στο μέγιστο της διάδοσης κατά την ιουράσιο περίοδο και εξαφανίστηκαν κατά την κρητιδική περίοδο (ένας από τους τελευταίους αντιπροσώπους είναι… …   Dictionary of Greek

  • γιουγλανδίδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων αρωματικών φυτών, που έχουν κυρίως δενδρώδη μορφή, με μεγάλα σύνθετα φύλλα. Τα άνθη τους είναι μόνοικα, αρσενικά και θηλυκά, αφανή και σχηματίζουν μακρείς ίουλους. Τα θηλυκά βγαίνουν ένα ένα ή δύο τρία μαζί. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”